- αλόξευτος
- η , ο ровный; прямой;
αλόξευτος τοίχος — ровная стена1;
αλόξευτος δρόμος — прямая дорога
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλόξευτος τοίχος — ровная стена1;
αλόξευτος δρόμος — прямая дорога
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλόξευτος — η, ο αυτός που δε λοξεύει, που ακολουθεί ίσια γραμμή: Ο τοίχος έφτανε στην άλλη άκρη αλόξευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλόξευτος — η, ο [λοξεύω] 1. αυτός που δεν λοξεύει, δεν παρεκκλίνει από την ευθεία, ο ίσιος 2. (για ύφασμα) αυτός που δεν κόπηκε λοξά, πλάγια προς την ύφανση 3. (για ανθρώπους) α) αυτός που δεν ξεφεύγει από τον ίσιο δρόμο, δεν λοξοδρομεί β) αυτός που δεν… … Dictionary of Greek